24. ΔΙΟΓ. θαρρείτε, ουδέν ελλείψομεν, υπέρ απάντων έρώ. κάν η φιλοσοφία δε προς τους λόγους επικλασθείσα – φύσει γάρ ήμερος και πράός έστιν-αφείναι διαβουλεύεται αυτόν, αλλ' ου τάμα ενδεήσει δείξω γαρ αυτώ ότι μη μάτην ξυλοφορούμεν. 5 ΦΙΛ. τούτο μεν μηδαμώς, αλλά τα λόγω μάλλον ήπερ τω ξύλωμη μέλλε δ' ούν. ήδη γαρ εκκέχυται το ύδωρ και προς σε το δικαστήριον αποβλέπει. ΛΟΥΚ. οι λοιποί καθιζέσθωσαν, ώ φιλοσοφία, και ψηφοφορείτωσαν μεθ' υμών, Διογένης δε κατηγορείτω 10 μόνος. ΦΙΛ. ου δέδιας ούν μή σου καταψηφίσωνται; ΦΙΛ. γενναίά σου ταύτα καθίσατε δ' ούν. συ δ', ώ Διόγενες, λέγε. 15 25. ΔΙΟΓ. ολοι μεν ημείς άνδρες εγενόμεθα παρά τον βίον, ώ φιλοσοφία, πάνυ ακριβώς οίσθα και ουδέν δεί λόγων: ένα γαρ το κατ' εμέ σιωπήσω, αλλά Πυθαγόραν τούτον και Πλάτωνα και 'Αριστοτέλης και Χρύσιππον και τους άλλους τίς ουκ οίδεν όσα ες τον 20 βίον καλά εσεκομίσαντο; α δε τοιούτους όντας ημάς ο τρισκατάρατος ούτος Παρρησιάδης ύβρικεν, ήδη έρω ρήτωρ γάρ τις, ώς φασιν, ών, απολιπων τα δικαστήρια και τας εν εκείνοις ευδοκιμήσεις, οπόσον ή δεινότητος ή ακμής επεπίριστο εν τοις λόγοις, τούτο πάν εφ' ημάς 25 συσκευασάμενος ου παύεται μεν αγορεύων κακώς γόητας και απατεώνας αποκαλών τα πλήθη δε αναπείθων καταγελάν ημών και καταφρονείν ως το μηδέν όντων μάλλον δε και μισείσθαι προς των πολλών ήδη πεποίηκεν αυτούς τε ημάς και σε την φιλοσοφίαν, φληνάφους και 30 λήρους αποκαλών τα σα και τα σπουδαιότατα ων ημάς επαιδευσας επί χλευασμό διεξιών, ώστε αυτόν μεν κροτείσθαι και επαινείσθαι πρός των θεατών, ημάς δε υβρίζεσθαι. φύσει γάρ τοιουτόν έστιν ο πολύς λεώς: χαίρουσι τοις αποσκώπτουσι και λοιδορουμένοις, και μά5 λισθ' όταν τα σεμνότατα είναι δοκούντα διασύρηται, ώσ περ αμέλει και πάλαι έχαιρον 'Αριστοφάνει και Ευπόλιδι Σωκράτης τουτονι επί χλευασία παράγουσιν επί την σκηνήν και κωμωδούσιν άλλοκότους τινάς περί αυτού κωμωδίας. καίτοι εκείνοι μεν καθ' ενός άνδρός ετόλμων 10 τοιαύτα και εν Διονύσου, έφειμένον αυτό δρών, και το σκώμμα μέρος έδόκει της εορτής, και ο θεός ίσως χαίρει φιλόγελώς τις ών. 26. ο δε τους αρίστους συγκαλων, εκ πολλού φροντίσας και παρασκευασάμενος και βλασ φημίας τινάς ές παχύ βιβλίον έγγράψας μεγάλη τη 15 φωνή διαγορεύει κακώς Πλάτωνα, Πυθαγόρας, 'Αριστο τέλης, Χρύσιππον εκείνον, έμε και όλως άπαντας ούτε εορτής επιούσης ούτε ιδία τι προς ημών παθών είχε γαρ άν τινα συγγνώμην αυτό το πράγμα, εί αμυνόμενος, αλλά μη άρχων αυτός έδρασε. και το πάντων δεινότατον, 20 ότι ταύτα ποιών και υπό το σον όνομα, ώ φιλοσοφία, υποδύεται και υπελθών τον διάλογον ημέτερον οικείον όντα, τούτω συναγωνιστή και υποκριτή χρήται καθ' ημών, έτι και Μένιππον αναπείσας εταίρον ημών άνδρα συγκωμωδείν αυτά τα πολλά, ός μόνος ου πάρεστιν ουδε 25 κατηγορεί μεθ' ημών, προδους το κοινόν. 27. ανθ' ών απάντων άξιόν έστιν υποσχεϊν αυτόν την δίκην. ή τί γάρ αν ειπείν έχοι τα σεμνότατα διασύρας επί τοσούτων μαρτύρων και χρήσιμον γούν και προς εκείνους το τοιούτον, ει θεάσαιντο αυτον κολασθέντα, ως μηδέ άλλος τις έτι 30 καταφρονοίη φιλοσοφίας έπεί το γε την ησυχίαν άγειν και υβριζόμενον ανέχεσθαι ου μετριότητος, αλλά αναν δρίας και ευηθείας είκότως αν νομίζοιτο. τα γάρ τελευταία τίνι φορητά; δς καθάπερ τα ανδράποδα παραγαγών ημάς επί το πωλητήριον και κήρυκα επιστήσας απημπόλησεν, ώς φασι, τους μεν επί πολλώ, ενίους δε μνάς Αττικής, έμε δε ο παμπονηρότατος ούτος δύο οβολών: οι παρόντες 5 δε έγέλων, ανθ' ών γε αυτοί τε ανεληλύθαμεν αγανακτήσαντες και σε αξιούμεν τιμωρήσειν ημίν τα αίσχιστα υβρισμένους. 28. ΑΝΑΒΙΟΥΝΤΕΣ. ε γε, ώ Διόγενες, υπέρ απάντων καλώς όπόσα έχρήν είρηκας. ΦΙΛ. παύσασθε έπαινούντες έγχει το απολογουμένω, συ δέ, ώ Παρρησιάδη, λέγε ήδη εν τω μέρει σοι γαρ το νύν ρεϊ. μη μέλλε ούν. 29. ΠΑΡΡ. ου πάντα μου, ώ φιλοσοφία, κατηγόρησε Διογένης, αλλά τα πλείω και όσα ήν χαλεπώτερα ουκ 15 οίδ' ό τι παθών παρέλιπεν. εγώ δε τοσούτου δέω έξαρνος γενέσθαι ως ουκ είπον αυτά, ή απολογίαν τινά μεμελετηκώς αφίχθαι, ώστε και εί τινα ή ουτος απεσιώπησεν ή εγω μη πρότερον έφθασα ειρηκώς, νυν προσθήσειν μοι δοκώ ούτω γαρ αν μάθοις ούστινας 20 απεκήρυτταν και κακώς ηγόρευον αλαζόνας και γόητας αποκαλών· καί μοι μόνον τούτο παραφυλάττετε, ει αληθή περί αυτών έρώ. ει δέ τι βλάσφημον ή τραχύ φαίνοιτο έχων ο λόγος, ου τον διελέγχοντα εμέ, αλλ' εκείνους άν oίμαι δικαιότερον αιτιάσαισθε τοιαύτα ποι- 25 ούντας. εγώ γαρ επειδή τάχιστα συνείδον οπόσα τους ρητορεύουσι τα δυσχερή αναγκαίον προσεϊναι, απάτην και ψεύδος και θρασύτητα και βοήν και ωθισμούς και μυρία άλλα, ταύτα μέν, ώσπερ είκός ήν, απέφυγον, επί δε τα σά, ώ φιλοσοφία, καλά ορμήσας ήξίουν όπόσον 30 έτι μοι λοιπόν του βίου καθάπερ εκ ζάλης και κλύδωνος ές εϋδιόν τινα λιμένα έσπλεύσας υπο σοι σκεπόμενος καταβιώναι. 30. κάπειδή μόνον παρέκυψα ές τα υμέτερα, σε μέν, ώσπερ αναγκαίον ήν, και τούσδε άπαντας εθαύμαζον αρίστου βίου νομοθέτας έντας και τους επ' αυτόν 5 επειγομένοις χείρα ορέγοντας, τα κάλλιστα και συμφορώτατα παραινούντας, εί τις μη παραβαίνοι αυτα μηδε διολισθάνοι, αλλ' ατενές αποβλέπων ές τους κανόνας ούς προτεθείκατε, προς τούτους ρυθμίζοι και απευθύνοι τον εαυτού βίον, όπερ νή Δία και των καθ' ημάς αυτούς 1ο ολίγοι ποιούσιν. 31. ορών δε πολλούς ουκ έρωτα φιλοσοφίας έχομένους, αλλά δόξης μόνον της από του πράγματος εφιεμένους, και τα μεν πρόχειρα ταύτα και δημόσια και όπόσα παντί μιμείσθαι ράδιον εύ μάλα έoικό τας αγαθούς ανδράσι, το γένειον λέγω και το βάδισμα και 15 την αναβολήν, επί δε του βίου και των πραγμάτων αντι φθεγγομένους τω σχήματι και ταναντία υμίν επιτηδεύοντας και διαφθείροντας το αξίωμα της υποσχέσεως, ήγανάκτουν, και το πράγμα όμοιον έδόκει μοι καθάπερ εί τις υποκριτής τραγωδίας μαλθακός αυτός ών και γυναικίας 20 'Αχιλλέα ή Θησέα ή και τον Ηρακλέα υποκρίνοιτο αυτόν μήτε βαδίζων μήτε φθεγγόμενος ηρωϊκόν, αλλά θρυπτόμενος υπό τηλικούτω προσωπείω, ον ουδ' άν η Ελένη ποτέ ή Πολυξένη ανάσχoιντο πέρα του μετρίου αυταίς προσεοικίτα, ουχ όπως ο Ηρακλής ο καλλίνικος, αλλά 25 μοι δοκεί τάχιστ’ αν επιτρίψαι τα ροπάλω παίων τον τοιούτον, αυτόν τε και το προσωπείον, ούτως ατίμως κατατεθηλυμμένος προς αυτού. 32. τοιαύτα και αυτός υμάς πάσχοντας υπ' εκείνων ορων ουκ ήνεγκα την αισχύ νην της υποκρίσεως, ει πίθηκοι όντες ετόλμησαν ηρώων 3ο προσωπεία περιθέσθαι ή τον εν Κύμη όνον μιμήσασθαι, ος λεοντήν περιβαλόμενος ήξίου λέων αυτός είναι προς αγνοούντας τους Κυμαίους ογκώμενος μάλα τραχύ και καταπληκτικόν, άχρι δή τις αυτόν ξένος και λέοντα ιδών και όνον πολλάκις ήλεγξε παίων τοϊς ξύλους. ο δε μάλιστά μοι δεινόν, ώ φιλοσοφία, κατεφαίνετο, τούτο ήν οι γαρ άνθρωποι εί τινα τούτων δώρων πονηρόν ή άσχημον 5 η ασελγές τι επιτηδεύοντα, ουκ έστιν όστις ου φιλοσοφίαν αυτήν ήτιάτο και τον Χρύσιππον ευθύς ή Πλάτωνα ή Πυθαγόραν ή ότου αυτόν επώνυμον και διαμαρτάνων εκείνος έποιείτο και ου τους λόγους εμιμείτο. και από του κακώς βιoύντος πονηρά περί υμών είκαζον των προ το πολλού τεθνηκότων,-ου γαρ παρά ζωντας υμάς ή εξέτασις αυτού εγίγνετο, αλλ' υμείς μέν εκποδών εκείνον δε εώρων σαφώς άπαντες δεινά και άσεμνα επιτηδεύοντα, ώστε ερήμην ηλίσκεσθε μετ' αυτού και επί την ομοίαν διαβολήν συγκατεσπάσθε. 33. ταύτα ουκ 15 ήνεγκα ορών έγωγε, αλλά ήλεγχον αυτούς και διέκρινον αφ' υμών υμείς δέ, τιμών επί τούτοις δέον, ες δικαστήριον άγετε. ουκούν ήν τινα και των μεμυημένων ιδών εξαγορεύοντα τοϊν θεοϊν ταπόρρητα και εξορχούμενον αγανακτήσω και διελέγξω, έμε τον αδικούντα ηγήσεσθε 20 είναι και αλλ' ου δίκαιον" έπει και οι αθλοθέται μαστιγούν ειώθασιν, ήν τις υποκριτής 'Αθηνών ή Ποσειδώνα ή τον Δία υποδεδυκως μη καλώς υποκρίνοιτο μηδε κατ' αξίαν των θεών, και ου δή που οργίζονται αυτούς εκείνοι, ότι τον περικείμενον αυτών τα προσωπεία και το σχήμα 25 ενδεδυκότα επέτρεψαν παίειν τους μαστιγοφόρους, αλλά και ήδoιντ' άν, oίμαι, μαστιγουμένων οικέτην μεν γάρ ή άγγελόν τινα μη δεξιώς υποκρίνεσθαι μικρόν το πταίσμα, τον Δία δε ή τον Ηρακλέα μή κατ' αξίαν επιδείξασθαι τους θεαταϊς αποτρόπαιον ως και αισχρόν. 30 34. και γάρ αν και τόδε πάντων ατοπώτατόν έστιν, |