πιστεύεσθαι, έστι το της πίστεως υπάρχον. ει δέ τις oίεται δεϊν, ότι χρήματ’ ουκ έχομεν, μηδε δόξαν έχειν ημάς χρηστήν, ου καλώς φρονεί, εγώ μεν γαρ εύχομαι τους θεούς μάλιστα μεν ημίν και χρήματα πολλά γενέσθαι, ει δε μή, τό γε πιστούς είναι και βεβαίoις δοκείν διαμεϊναι. Φέρε δή και τας ευπορίας, ας αναπαυομένους 26 τινάς ευπορήσειν ούτοι φήσουσιν, εις δέον υμίν γιγνομένας δείξω. ίστε γαρ δήπου τούθ', ότι 46ς των τριηραρχιών ουδείς έστ' ατελής ουδε των εισφορών των εις τον πόλεμον. ουκούν και πολλά κεκτημένος, ούτος, όστις αν ή, πόλλ' εις ταύτα συντελεί πάσ' ανάγκη. και μήν ότι δεί την ευπορίαν εις ταύθ' υπάρχειν πλείστην τη πόλει, πάντες αν ομολογήσειαν παρά μεν γαρ τας επί των χορηγιών δαπάνας ημέρας μέρος μικρόν η χάρις τοίς θεωμένοις ημών, παρά δε τας των εις τον πόλεμον παρασκευών αφθονίας πάντα τον χρόνον η σωτηρία πάση τη πόλει. ώσθ' όσον 27 ενθάδ' άφίετε, εκεί κομίζεσθε, και δίδοτ’ έν τιμής μέρει ταύθ' & και μη λαβούσιν έστιν έχειν τοις του τριηραρχεϊν άξια κεκτημένους, αλλά μην ότι των τριηραρχιών ουδείς έστ' ατελής, oίμαι μεν υμάς ειδέναι πάντας, όμως δε και τον νόμον υμίν αυτον αναγνώσεται. λαβε τον περί των τριηραρχιών νόμον και λέγε τούτ' αυτό. ΝΟΜΟΣ. 'Ατελή δε μηδένα είναι τριηραρχίας πλην των εννέα αρχόντων. “Οράθ' ως σαφώς, ώ άνδρες Αθηναίοι, μηδέν” 28 είναι τριηραρχίας ατελή διείρηκεν ο νόμος πλην των εννέα αρχόντων. ουκούν οι μεν ελάττω κεκτημένοι του τριηραρχίας άξι’ έχειν εν ταις εισφοραίς συντελούσιν εις τον πόλεμον, οι δ' εφικνούμενοι του τριηραρχείν εις αμφότερ' υμίν υπάρξουσι χρήσιμοι, και τριηραρχεϊν και εισφέpelv. τίν' ούν ραστώνην τους πολλούς και σός, ώ Λεπτίνη, ποιεϊ νόμος, ει μιάς ή δυοϊν φυλαϊν ένα χορηγόν καθίστησιν, δς ανθ' ενός άλλου τούθ' άπαξ ποιήσας απηλλάξεται και εγώ μεν ουχ ορώ. της δε γ' αισχύνης όλην αναπίμπλησι την 466 πόλιν και της απιστίας. ούκουν ότε πολλά μείζονα βλάψει των ωφελειών ών έχει, προσήκει λελύσθαι παρά τοϊσδ' αυτόν και έγωγ) αν φαίην. 29 "Έτι δ', ώ άνδρες δικασταί, διά το γεγράφθαι εν τω νόμω διαρρήδην αυτού “ μηδένα μήτε των πολιτών μήτε των ισοτελών μήτε των ξένων είναι ατελή,” μη διειρήσθαι δ' ότου ατελή, χορηγίας ή τίνος άλλου τέλους, αλλ' απλώς ατελή μηδένα πλήν των αφ' “Αρμοδίου και 'Αριστογείτονος,” και εν μέν τη “μηδένα” πάντας περιλαμβάνειν τους άλλους, εν δε τώ «των ξένων” μή διορίζειν “ των οικούντων 'Αθήνησιν,” αφαιρείται και Λεύκωνα τον άρχοντα Βοσπόρου και τους παίδας αυτού την δωρεάν, ήν υμείς έδoτ' 30 αυτοϊς. έστι μέν γάρ γένει μεν δήπου ο Λεύκων ξένος, τη δε παρ' υμών ποιήσει πολίτης κατ' ουδέτερον δ' αυτή την ατέλειαν έστ’ έχειν εκ τούτου του νόμου. καίτοι των μεν άλλων ευεργετών χρόνον τιν' έκαστος ημίν χρήσιμον αυτόν παρέσχεν, ούτος δ', αν σκοπήτε, φανήσεται συνεχώς ημάς εύ ποιών, και ταύθ' ών μάλισθ' τοϊς παισι την ατέλειαν άπασι δέδωκεν υμίν. 467 τούτο δ' ήλίκον εστί θεωρήσατε. εκείνος πράττε- 32 ται τους παρ' αυτού σίτον εξάγοντας τριακοστήν. 34 περιγενέσθαι. τί ούν οίεσθ', ώ άνδρες Αθηναίοι, τούτον τον τοιούτον περί υμάς γεγενημένον, εάν ακούση νόμω την ατέλειαν υμάς αφηρημένους αυτόν και μηδ' άν μεταδόξη ποτέ ψηφισαμένους εξείναι δούναι και αρ’ αγνοείθ' ότι και αυτός νόμος ούτος εκείνον τ' αφαιρήσεται την ατέλειαν, κύριος αν γένηται, και υμών τους παρ' εκείνου 35 σιτηγούντας ; ου γαρ δήπου τούτό γ' υπείληφεν ουδείς, ως εκείνος υπομενεί εαυτό μέν ακύρους είναι τας παρ' υμών δωρεάς, υμίν δε μένειν τας παρ' εαυτώ. ουκούν προς πολλούς οίς ο νόμος βλάψειν υμάς φαίνεται, και προσαφαιρείται τι των υπαρχόντων ήδη. είθ' υμείς έτι σκοπεϊτ' 468 ει χρή τούτον εξαλείψαι, και ου πάλαι βεβούλευσθε και ανάγνωθι λαβών αυτοίς τα ψηφίσματα τα περί του Λεύκωνος. ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ. “Ως μέν είκότως και δικαίως τετύχηκε της ατελείας παρ' υμών ο Λεύκων, ακηκόατ' εκ των ψηφισμάτων, ώ άνδρες δικασταί. τούτων δ' απάντων στήλας αντιγράφους έστησαθ' υμείς κακείνος, την μεν εν Βοσπόρω, τήν δ' εν Πειραιεί, την δ' εφ' Ιερώ. σκοπείτε δή προς όσης κακίας υπερβολήν υμάς ο νόμος προάγει, δς άπιστότερον 37 τον δήμον καθίστησιν ενός άνδρός. μη γαρ οίεσθ' υμίν άλλο τι τάς στήλας εστάναι ταύτας ή τούτων πάντων ών έχετ’ ή δεδώκατε συνθήκας, αλς ο μεν Λεύκων εμμένων φανείται και ποιείν αεί τι προθυμούμενος υμάς εύ, υμείς δ' έστώσας 36 ακύρους πεποιηκότες, και πολύ δεινότερον του καθ- πάντας έχειν έω” ου δικαιότερ' ημών έρεί και έμοι 469 γούν δοκεί. παρά πάσι γάρ ανθρώπους μάλλον έστιν έθος διά τους ευεργέτας και άλλους τινάς Ού τοίνυν, ώ άνδρες Αθηναίοι, μη Λεύκων 41 |