§ 89. FOURTH CLASS. Verbs which insert the letters av or aw before the final w of the Root, as ἁμαρτάνω (*ἁμάρτω) I err, A. 2. ἥμαρτον, ὀσφραίνομαι (*"σφρομαι) I smell, A. 2. ὠσφρόμην. § 90. FIFTH CLASS. Verbs, which, besides inserting the letters av before the final o, insert the letter v or y or μ after the first letter of the Root; as λανθάνω (*λάθω) I lie hid, A. 2. ἔλαθον. § 91. SIXTH CLASS. Verbs which insert the syllable ve before the final w; as κυνέω (*κύω) I kiss, F. κύσω. § 92. SEVENTH CLASS. Verbs Pure formed partly as if Impure by dropping the letter a or e before the final w; as δοκέω (*δόκω) I seem, F. δόξω. § 93. ALPHABETICAL LIST OF VERBS IRREGULAR IN FORMATION. ἀγαίομαι Εp. and Ion., ἀγάομαι Ep., I envy, F. ἀγάσομαι, Α. Ι. ἠγασάμην. αἰσθάνομαι (*αἴσθομαι) I feel, A. 2. ᾐσθόμην, F. αἰσθήσομαι. ἀλέξω (-έω) I ward of, A. 1. ἠλεξάμην, F. ἀλεξήσω. ἁλίσκομαι (*ἁλόω) I am caught, F. ἁλώσομαι, Α. 2. ἑάλων and ἥλων, Ρ. ἑάλωκα and ἥλωκα. αἱρέω supplies the tenses of the Active Voice. ἀλύσκω Poet. (ἀλεύομαι) I shun, F. ἀλύξω, A. I. ἤλυξα. ἀλιταίνω Poel. (*ἀλίτω) I sin, A. 2. ἤλιτον, F. ἀλιτήσω. ἀλφάνω and -αίνω Poet. (*λφω) I foster, A. 2. ἦλφον. ἁμαρτάνω (*ἁμάρτω I err, A. 2. ἥμαρτον, F. ἁμαρτήσομαι, Ρ. ἡμάρτηκα. ἀμβλίσκω, ἀμβλόω I miscarry, F. ἀμβλώσω, Ρ. ἤμβλωκα. ἀμπισχνέομαι (*ἴσχομαι, ἔχομαι) I put on, A. 2. ἠμπεσχόμην, F. ἀμφέξομαι. Thus, ὑπισχνέομαι, Ion. ὑπίσχομαι I undertake, Α. 2. ὑπεσχόμην, F. ὑποσχήσομαι, Ρ. ὑπέσχημαι. ἀμπλακίσκω Poet. (*αμπλάκω) I err, A. 2. ἤμπλακον (or ἤπλακον), Ε. ἀμπλακήσω. Ανδάνω Ion. and Poel. (*άδω, compare ἥδομαι) I please, A. 2. ἅδον, in Hom. with digamm. εὔαδον, Ρ. ἔάδα, F. ἁδήσω. ἀπαυράω (*ἀπαύρω) I carry off, A. I. Μ. ἀπηυράμην. ἀπαφίσκω Εp. (*άφω, with Redupl. *ἀπάφω, and in later Greek ἀπατάω) Ι deceive, A. 2. ἤπαφον, F. ἀπαφήσω. Comp. ἀμπλακίσκω. ἀπεχθάνομαι, Poet. ἔχθομαι, I am hateful, A. 2. ἀπηχθόμην, F. ἀπεχθήσομαι, Ρ. Ρ. ἀπήχθημαι. ἀραρίσκω Poet. (*ἄρω, with Redupl., see ἀπαφίσκω) I join, F. ἄρσω, Α. Ι. ἦρσα, Α. 2. with Redupl, ἤρᾶρον, Ρ. ἄρηρα, Att. ἄράρα. ἀρέσκω (*ἀρέω) I please, F. ἀρέσω, Α. Ι. ἤρεσα, Ρ. Ρ. ἤρεσμαι. αὐξάνω, αὔξω I increase, F. αὐξήσω, Α. I. ηὔξησα, Ρ. ηΰξηκα, etc., as if from a Root in ew. ἀχέω (*ἄχω) I grieve, Pres. Μ. ἄχομαι οἱ ἄχνυμαι, Α. 2. with Redupl. ἤκαχον, whence F. ἀκαχήσω, Α. Ι. ἠκάχησα, and the new Root ἀκαχίζω, Ρ. Ρ. ἀκήχεμαι, and by Metathesis of quantity ἀκάχημαι. Inf. ἀκαχῆσθαι. Ι ἄχθομαι (-έομαι) I am burthened, F. ἀχθέσομαι, Α. Ι. ἠχθέσθην. βαίνω (*βάω, α being lengthened into at, comp. ἐλαύνω) 1 30, Γ. βήσομαι, Ρ. βέβηκα, A. I. ἔβησα, Α. 2. ἔβην, Ρ. Μ. *βέβαα, Ρ1. βέβαμεν, Ρ. Ρ. βέβαμαι in compounds, as παραβέβαμαι, Α. Ι. Ρ. παρεβᾶθην. Verb. Adj. βατὸς. βάλλω (-έω) 1 cast, F. sometimes βαλλήσω, and A. I. ἐβάλλησα, from F. βαλῶ, Α. 2. ἔβαλον, P. by Metath. βέβληκα, Ρ. Ρ. βέβλημαι. βιβρώσκω (*βρόω, with βι prefixed I eat, P. βέβρωκα, Ρ. Ρ. βέβρωμαι, Α. Ι. ἐβρώθην. ἐσθίω supplies the other tenses. βλαστάνω (*βλάστω) I sprout, Α. 2. ἔβλαστον, F. βλαστήσω, Α. Ι. ἐβλάστησα, Ρ. ἐβλάστηκα. βλώσκω Poet. (*βλόω, *μλόω, by Metath. from *μόλω) I come, Α. 2. ἔμολον, F. μολοῦμαι, Ρ. μέμβλωκα. βόσκω (-έω) I feed, F. βοσκήσω, Α. Ι. ἐβόσκησα. βούλομαι (-έομαι) I wish, F. βουλήσομαι, Ρ. Ρ. βεβούλημαι. βρυχάομαι (βρύχομαι) I roar, P. M. Poet. βέβρυχα, with a Pre sent signification, F. βρυχήσομαι. βυνέω (βύω) I stuff full, F. βύσω, Α. Ι. ἔβῦσα, Ρ. Ρ. βέβυσμαι, Α. I. Ρ. ἐβύσθην. γαμέω (*γάμω) I take to wife, A. I. ἔγημα, Ρ. γεγάμηκα. γεγωνίσκω Poet. I shout, Ρ. Μ. γέγωνα with a Present signification, whence the new Root γεγωνέω, F. γεγωνήσω. γηθέω (*γήθω) I rejoice, P. Μ. γέγηθα, F. γηθήσω. γηράσκω, γηράω 1 grow old, F. γηράσομαι, Α. 1. ἐγήρᾶσα, Α. 2. ἐγήραν. Inf. γηρᾶναι, γίγνομαι, by Sync. for γιγένομαι (*γένομαι with γι prefixed) I become, A. 2. ἐγενόμην, Ρ. Μ. γέγονα, F. γενήσομαι, Ρ. Ρ. γεγένημαι, Α. Ι. ἐγενήθην in later Greek. γιγνώσκω (*γνόω, with γι prefixed I know, F. γνώσομαι, Α. 2. ἔγνων, Ρ. ἔγνωκα, Ρ. Ρ. ἔγνωσμαι. Verb. Adj. γνωτός and -στὸς. δαίω Poet. (*δάω) I divide, F. δάσομαι, Ρ. Ρ. δέδασμαι, Α. Ι. Μ. ἐδασάμην. δαίω Poet. (*δάω) I burn, A. 2. Ρ. ἐδάην, Ρ. Μ. δέδηα. δάκνω (*δάκω, δήκω I bile, A. 2. ἔδακον, F. δήξομαι, Ρ. δέδηχα, Ρ. Ρ. δέδηγμαι, A. 1. P. ἐδήχθην. δαμάω Εp. (δάμω) I tame, A. 2. ἔδαμον, A. 2. Ρ. ἐδάμην. δαρθάνω (*δάρθω) I sleep, A. 2. ἔδαρθον, F. δαρθήσομαι, Ρ. δεδάρθηκα. *δάω Ερ. (-έω) I teach, A. 2. Ρ. ἐδάην. Subj. δαῶ, Ερ. δαείω. Inf. δαῆναι, Ερ. δαήμεναι, F. δαήσομαι, Ρ. Ρ. δεδάημαι. δέω, whence the Impersonal δεῖ it behoves, (-έω) I want, F. δεήσω, Α. Ι. ἐδέησα. διδάσκω (*δάω, with δι prefixed I teach, F. διδάξω, Ρ. δεδίδαχα. διδράσκω (*δράω, with δι prefixed I run away, F. δράσομαι, Α. Ι. ἔδρασα, Α. 2. ἔδρᾶν, Ρ. δέδρακα. δοκέω (*δόκω) I seem, F. δόξω, Α. I. ἔδοξα, Ρ. Ρ. δέδογμαι, F. Poet. δοκήσω, (compare ὤσω and ὠθήσω from ὠθέω,) Α. Ι. ἐδόκησα, Ρ. Ρ. δεδόκημαι. δουπέω Poet. (*δούπω) I sound, P. Μ. δέδουπα, F. δουπήσω, A. I. ἐδούπησα. δύνω (δύω) I go under, F. δύσω, Α. I. ἔδυσα, Α. 2. ἔδυν, Ρ. δέδύκα, Ρ. Ρ. δέδυμαι, A. 1. P. ἐδύθην. ἐθέλω (-έω) I wish, F. ἐθελήσω, Α. Ι. ἠθέλησα, Ρ. ἠθέληκα. Comp. θέλω. εἴλω, εἴλλω οι εἵλλω, ἴλλω, εἰλέω or εἱλέω, Ι roll, F. εἰλήσω, Ρ. Ρ. εἴλημαι. ἐλαύνω (ἐλάω, in which a is lengthened into av, comp. βαίνω) I drive, F. ἐλάσω, Α. Ι. ἤλάσα, Ρ. ἐλήλακα, Ρ. Ρ. ἐλήλαμαι, Α. Ι. Ρ. ἠλάθην. Verb. Adj. ἐλατὸς. ἕλκω I draw. In Attic the tenses are formed from ἑλκύω. ἐπαυρίσκομαι (*ἐπαύρω) I reap the fruits, A. 2. ἐπηῦρον, F. ἐπαυρήσομαι, Α. 2. Μ. ἐπηγρόμην. ἐριδαίνω (*ἐρίδω, -έω) I quarrel, F. ἐριδήσω, A. I. Μ. Inf. ἐριδήσασθαι. G ἔρομαι (-έομαι) I ask, from A. 2. ηρόμην, F. ἐρήσομαι. The Verb épwráw supplies all other tenses. ἔῤῥω (-έω) I go away, F. ἐῤῥήσω, Α. 1. ἤῤῥησα. ἐρυγγάνω, ἐρεύγομαι I belch, A. 2. ἤρυγον, F. ἐρεύξομαι. εύδω (-έω) I sleep, F. ευδήσω. εὑρίσκω (*ευρω) I find, A. 2. εὗρον, F. εὑρήσω, Ρ. εὕρηκα, Ρ. Ρ. εὕρημαι, Α. Ι. Ρ. εὑρέθην. Verb. Adj. εὑρετὸς and -έος. ἔχω (*σχω, -έω) I have, A. 2. ἔσχον, F. σχήσω, and commonly ἕξω, Ρ. ἔσχηκα, Ρ. Ρ. ἔσχημαι, Α. I. Ρ. ἐσχέθην. Verb. Adj. σχετὸς and ἑκτὸς, -έος. έψω (-έω) 1 cook, F. ἑψήσω. Verb. Adj. φθός, ἑψητός and ἑψητέος. ἡβάσκω (ἡβάω) I grow up, F. ἡβήσω, Α. Ι. ἥβησα. θέλω (-έω) I wish, F. θελήσω, Α. I. ἐθέλησα. Comp. ἐθέλω. θιγγάνω (*θίγω) I touch, A. 2. ἔθιγον, Ε. θίξομαι. θνήσκω (*θάνω, by Metath. θνάω) I die, A. 2. ἔθανον, F. θανοῦμαι, Ρ. τέθνηκα, Plur. τέθναμεν, etc. θρώσκω (*θόρω, by Metath. θρόως I leap, A. 2. ἔθορον, F. θοροῦ μαι, Ρ. Μ. τέθορα. ΐζω, καθίζω (-έω) I seal, or sit, F. καθιῶ, F. M. καθιζήσομαι. ἱκνέομαι, Ερ. ἴκω I come, F. ϊξομαι, P. P. ἶγμαι, Α. 2. κόμην, whence Poet. by Sync. εκτο, and Part. ἵκμενος. ἱλάσκομαι (ΐλαμαι -έομαι - άομαι) I propitiate, F. ἱλάσομαι, Α. Ι. ἱλασάμην. κάμνω (*κάμω, by Metath. κμάω I labour, F. καμοῦμαι, Α. 2. ἔκαμον, Ρ. κέκμηκα, Part. κεκμηώς, Gen. -ότος and -ῶτος. κέλομαι Poet. (-έομαι) I bid, A. 2. ἐκελόμην, by Sync. ἐκλόμην, . with Redupl. ἐκεκλόμην, F. κελήσομαι, Α. Ι. ἐκελησάμην. κερδαίνω I gain, F. Ion. κερδήσομαι. κήδω I trouble, F. κηδήσω. κιχάνω (*κίχω -ημι) I reach, from A. 2. ἔκιχον, F. κιχήσομαι. |