ουτος μέν γε ουκ αεί συμπαρών. 7. ύπαρχοι δε και σατράπαι και δικασται κάθηνται δύο, Μίνως τε και Ραδάμανθυς οι Κρήτες, όντες υιοί του Διός. ούτοι δε τους μεν αγαθους των ανδρών και δικαίους και κατ' αρετήν βεβιωκότας, επειδάν συναλισθώσι πολλοί, καθά- 5 περ ες αποικίαν τινά πέμπουσιν ες το 'Ηλύσιον πεδίον το αρίστω βίω συνεσομένους. 8. άν δέ τινας των πονηρών λάβωσι, ταϊς ερινύσι παραδόντες ες τον των ασεβών χώρον εκπέμπουσι κατά λόγον της αδικίας κολασθησομένους. ένθα δη τι των κακών ου πάσχουσι το στρεβλούμενοί τε και καιόμενοι και υπό γυπων εσθιόμενοι και τροχώ συμπεριφερόμενοι και λίθους ανακυλίοντες; ο μεν γαρ Τάνταλος επ' αυτή τη λίμνη αύος έστηκε κινδυνεύων υπό του δίψους και κακοδαίμων αποθανείν. 9. οι δε του μέσου βίου, πολλοί όντες ούτοι, εν τω 15 λειμώνι πλανώνται άνευ των σωμάτων σκιαι γενόμενοι και υπό την αφή καθάπερ καπνός αφανιζόμενοι, τρέφονται δε άρα ταϊς παρ' ημών χοαίς και τους καθαγιζομένοις επί των τάφων ως εϊ τω μη είη καταλελειμμένος υπέρ γης φίλος ή συγγενής, άσιτος ούτος νεκρός και λιμώττων 20 εν αυτοίς πολιτεύεται. 10. ταύτα ούτως ισχυρώς περιελήλυθε τους πολλούς, ώστε επειδάν τις αποθάνη των οικείων, πρώτα μεν φέροντες οβολόν ες το στόμα κατέθηκαν αυτω, μισθών τω πορθμεί της ναυτιλίας γενησόμενον, ου πρότερον εξετάσαντες όποιον το νόμισμα 25 νομίζεται και διαχωρεί παρά τους κάτω, και ει δύναται παρ' εκείνοις 'Αττικός ή Μακεδονικός ή Αίγιναίος οβολός, ουδ' ότι πολύ κάλλιον ήν μή έχειν τα πορθμεία καταβαλείν ούτω γαρ αν ου παραδεξαμένου του πορθμέως αναπόμπιμοι πάλιν ες τον βίον αφικνούντο. 11. μετά 30 ταύτα δε λούσαντες αυτούς, ως ουχ ικανής της κάτω λίμνης λουτρόν είναι τοίς εκεί, και μυρω το καλλίστω χρίσαντες το σώμα προς δυσωδίαν ήδη βιαζόμενον και στεφανώσαντες τους ωραίοις άνθεσι προτίθενται λαμπρώς αμφιέσαντες, ίνα μη ριγώεν δήλον ότι παρά την οδον 5 μηδε γυμνοι βλέπουντο τω Κερβέρω. 12. οιμωγαι δε επί τούτοις και κωκυτός γυναικών και παρά πάντων δάκρυα και στέρνα τυπτόμενα και σπαραττομένη κόμη και φοινισσόμεναι παρειαί και που και εσθής καταρρής νυται και κόνις επί τη κεφαλή πάττεται και οι ζώντες το οικτρότεροι του νεκρού οι μεν γαρ χαμαι κυλινδoύνται πολλάκις και τας κεφαλάς άράττουσι προς το έδαφος, ο δε ευσχήμων και καλός και καθ' υπερβολήν εστεφανωμένος υψηλός πρόκειται και μετέωρος ώσπερ ες πομπής κεκοσμημένος. 13. είθ' η μήτηρ ή και νή Δί' ο πατήρ 15 εκ μέσων των συγγενών προελθών και περιχυθείς αυτό- – προκείσθω γάρ τις νέος και καλός, ίνα και ακμαιότερον το επ' αυτώ δράμα ή-φωνας άλλοκότους και ματαίας αφίησι, προς άς ο νεκρός αυτός αποκρίναιτ' άν, εί λάβοι φωνήν φήσει γαρ ο πατήρ γοερόν τι φθεγγόμενος και 20 παρατείνων έκαστον των ονομάτων, τέκνον ήδιστον, οΐχη μου και τέθνηκας και πρό ώρας ανηρπάσθης μόνον έμε τον άθλιον καταλιπών, ου γαμήσας, ου παιδοποιησάμενος, ου στρατευσάμενος, ου γεωργήσας, ουκ εις γηρας ελθών ου κωμάση πάλιν ουδε ερασθήση, τέκνον, ουδε έν συμποσίοις 25 μετά των ηλικιωτών μεθυσθήση. 14. ταύτα δε και τα τοι αυτα φήσει οιόμενος τον υιόν δείσθαι μεν έτι τούτων και επιθυμεϊν και μετά την τελευτήν, ου δύνασθαι δε μετέχειν αυτών. καίτοι τί ταύτα φημί; πόσοι γάρ και ίππους και παλλακίδας, οι δε και οινοχόους επικατέσφαξαν και 30 εσθήτα και τον άλλον κόσμον συγκατέφλεξαν ή συγ κατώρυξαν, ως χρησομένοις εκεί και απολαύσουσιν αυτών κάτω; 15. ο δ' ούν πρεσβύτης και πενθών ουτωσι ταύτα πάντα όπόσα είρηκα και έτι τούτων πλείονα ούτε του παιδός ένεκα τραγωδεϊν έoικεν-οίδε γαρ ουκ άκουσόμενον ουδ' αν μείζον εμβoήση του Στέντορος-ούτε μην αυτού φρονείν γαρ ούτω και γιγνώσκειν ικανόν ήν και 5 άνευ της βοής' ουδείς γαρ δή προς εαυτόν δείται βοών. λοιπόν ούν έστιν αυτών των παρόντων ένεκα ταύτα ληρεϊν ούθ' ό τι πέπoνθεν αυτώ ο παίς ειδότα ούθ' όποι κεχώρηκε, μάλλον δε ουδε τον βίον αυτόν εξετάσαντα οποιός έστιν ου γαρ αν την εξ αυτού μετάστασιν ώς το τι των δεινών εδυσχέραινεν. 16. είπoι δ' άν ούν προς αυτόν ο παίς παραιτησάμενος τον Αιακόν και τον 'Αιδωνέα προς όλίγον του στομίου υπερκύψαι και τον πατέρα παύσαι ματαιάζοντα, ώ κακόδαιμον άνθρωπε, τί κέκραγας; τί δέ μοι παρέχεις πράγματα; παύσαι 15 τιλλόμενος την κόμης και το πρόσωπον εξ επιπολής αμύσσων, τί μοι λοιδορή και άθλιον αποκαλείς και δύσμορον πολύ σου βελτίω και μακαριώτερον γεγενημένον; ή τί σοι δεινόν πάσχειν δοκώ; ή διότι μη τοιουτοσί γέρων εγενόμην ολος εί σύ, φαλακρός μεν την κεφαλήν, 20 την δε όψιν έρρυτιδωμένος, κυφος και τα γόνατα νωθής, και όλως υπό του χρόνου σαθρός, πολλάς τριακάδας και ολυμπιάδας ανατλήσας, και τα τελευταία δη ταύτα παραπαίων επί τοσούτων μαρτύρων; ώ μάταιε, τί σοι δοκεί χρηστών είναι περί τον βίον, ου μηκέτι μεθέξομεν; 25 ή τους πότους έρείς δηλον ότι και τα δείπνα και εσθήτα και αφροδίσια, και δέδιας μη τούτων ενδεής γενόμενος απόλωμαι, αγνοείς δε ότι το μη διψήν πολύ κάλλιον του πιεϊν και το μη πεινήν του φαγείν και το μη ριγούν του αμπεχόνης εύπορείν ; 17. φέρε τοίνυν, επειδή έoικας 30 αγνοείν, διδάξομαι σε θρηνείν αληθέστερον, και δη ανα λαβών εξ υπαρχής βόα, τέκνον άθλιον, ουκέτι διψήσεις, ουκέτι πεινήσεις' ουδε ριγώσεις. οΐχη μοι, κακόδαιμον, εκφυγών τας νόσους, ου πυρετόν έτι δεδιώς, ου πολέμιον, ου τύραννον ουκ έρως σε ανιάσει ουδε 5 συνουσία διαστρέψει ουδε σπαθήσεις επί τούτω δις ή τρεις της ημέρας, και της συμφοράς. ου καταφρονηθήση γέρων γενόμενος ουδ' οχληρός έση τους νέους βλεπόμενος. 18. αν ταύτα λέγης, ώ πάτερ, ουκ οίει πολύ αληθέστερα και γελοιότερα εκείνων ερεϊν; άλλα όρα το μη τόδε σε ανιά και διανοή τον παρ' ημίν ζόφον και το πολυ σκότος, κατα δέδιας μή σου αποπνιγώ κατακλεισθείς εν τω μνήματι, χρη δε προς ταύτα λογίζεσθαι ότι των οφθαλμών διασαπέντων ή και νή Δία καέντων μετ' όλίγον, εί γε καύσαί με διεγνώκατε, ούτε σκότος ούτε 15 φώς οράν δυνησόμεθα. και ταύτα μεν ίσως μέτρια. 19. τί δε με ο κωκυτός υμών ονίνησι και η προς τον αυλόν αύτη στερνοτυπία και η των γυναικών περί τον θρήνον άμετρία και τι δε και υπέρ του τάφου λίθος εστεφανωμένος; ή τί υμίν δύναται το άκρατον επιχεϊν; ή νομίζετε 20 καταστάξειν αυτόν προς ημάς και μέχρι του "Αιδου δι ίξεσθαι και τα μεν γάρ επί των καθαγισμών και αυτοί οράτε, oίμαι, ως το μεν νοστιμότατον των παρεσκευασμένων ο καπνός παραλαβών άνω ες τον ουρανόν οίχεται μηδέν τι ημάς ονήσας τους κάτω, το δε καταλειπόμενον, η κόνις, 25 αχρείον, εκτός ει μη την σπoδόν ημάς σιτείσθαι πεπιστεύ κατε, ουχ ούτως άσπορος ουδε άκαρπος ή του Πλούτωνος αρχή ουδ' επιλέλοιπεν ημάς ο ασφόδελος, ένα παρ' υμών τα σιτία μεταστελλώμεθα, ώστε μοι νη την Τισιφόνην πάλαι δη εφ' οίς έποιείτε και ελέγετε παμμέγεθες επήει 30 ανακαγχάσαι, διεκώλυσε δε η οθόνη και τα έρια, οίς μου τας σιαγόνας απεσφίγξατε. 20. ώς άρα μιν ειπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν. προς Διός, εάν λέγη ταύτα ο νεκρός επιστραφείς ανακλίνας αυτόν επ' αγκώνος, ουκ αν οιόμεθα δικαιότατ' αν αυτόν ειπείν ; αλλ' όμως οι μάταιοι και βοώσι και μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστήν πολλάς συνει- 5 λοχότα παλαιάς συμφοράς τούτω συναγωνιστή και χορηγώ της ανοίας καταχρώνται, όπη αν εκείνος εξάρχη προς το μέλος έπαιάζοντες. 21. και μέχρι μεν θρήνων και αυτός άπασι νόμος της αβελτερίας" το δ' από τούτων διελόμενοι κατά έθνη τας ταφάς ο μεν "Ελλην το έκαυσεν, ο δε Πέρσης έθαψεν, ο δε Ινδος υάλω περιχρίει, ο δε Σκύθης κατεσθίει, ταριχεύει δε ο Αιγύπτιος ούτος μέν γε-λέγω δ' ιδών-ξηράνας τον νεκρόν σύνδειπνον και συμπίτην εποιήσατο' πολλάκις δε και δεομένω χρημάτων ανδρί Αίγυπτίω έλυσε την απορίαν ενέχυρον ή 15 ο αδελφός ή ο πατήρ εν καιρώ γενόμενος. 22. χώματα μεν γαρ και πυραμίδες και στήλαι και επιγράμματα προς όλίγον διαρκούντα πως ου περιττά και παιδιαίς προσεοικότα; 23. καίτοι και αγώνας ένιοι διέθεσαν και λόγους επιταφίους είπον επί των μνημάτων ώσπερ συναγορεύον- 20 τες ή μαρτυρούντες παρά τους κάτω δικασταίς τω νεκρώ. 24. επί πάσι τούτοις το περίδειπνον, και πάρεισιν οι προσήκοντες και τους γονέας παραμυθούνται του τετελευτηκότος και πείθουσι γείσασθαι ουκ αηδώς μα Δί” ουδ' αυτούς αναγκαζομένους, αλλά ήδη υπό λιμού τριών 25 εξής ημερών απηυδηκότας. και, μέχρι μέν τίνος, ω ουτος, οδυρόμεθα; έασoν αναπαύσασθαι τους του μακαρίτου δαίμονας" ει δε και το παράπαν κλάειν διέγνωκας, αυτού γε τούτου ένεκα χρή μη απόσιτος είναι, ίνα και διαρκέσης προς του πένθους το μέγεθος, τότε δη τότε 30 ραψωδούνται προς απάντων δύο του Ομήρου στίχοι: |