219. [258.] B' 234. Ὑφ ̓ ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ̓ ἀρότρῳ βοῦς· παρὰ ναῦν δ' ιθύει τάχιστα δελφίς· κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον Αλίου δ ̓ ἐρεθίζομαι δελφῖνος ὑπόκρισιν· τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ ̓ ἐρατὸν μέλος. 221. [260.] B1 236. = Etym. Μ. 277, 39, Διόνυσος. οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Νύσης τοῦ ὄρους ὠνομάσθαι, ἐπεὶ ἐν τούτῳ ἐγεννήθη, ὡς Πίνδαρος, καὶ ἀνετράφη. Plut. de Adul. et Amic. c. 27, εὐδίᾳ γὰρ ἐπάγει νέφος ὁ κινῶν ἐν παιδιᾷ καὶ φιλοφροσύνῃ λόγον ὀφρὺν ἀνασπῶντα καὶ συνιστάντα τὸ πρόσωπον, ὥσπερ ἀντιταττόμενον τῷ Λυσίῳ θεῷ, λύοντι τὸ τῶν δυσφόρων σχοινίον μεριμνῶν κατὰ Πίνδαρον. Quintil. x. 1, 109, Non enim pluvias, ut ait Pindarus, aquas colligit, sed vivo gurgite exundat (Cicero). Liban. Or. I. 432 ed. Reiske, πρὸς γὰρ τῷ τὰ δεύτερα τῶν προτέρων πεφυκέναι κρατεῖν, ὡς ἔφη Πίνδαρος, τὸ τὸν τετιμηκότα τοῦ περιυβρικότος εἶναι βελτίω μεγάλην ἰσχὺν εἰς τὸ λήθην ἐπιθεῖναι τοῖς φαυλοτέροις ἔχει. 29. 227 Schol. Aristoph. Pax 251. Herodian. περὶ σχημ. 59. 228 229 Cramer, An. Ox. 1. 95. 5. 230 Lesbonax, de Fig. 184 (Valcknaer). Philo, de Caritate, II. 404 (Mang.), ἔπειτα δ' ὅτι φρονήματος ὑπόπλεως ἀλόγου γενόμενος πᾶς ἀλαζὼν οὔτε ἄνδρα οὔτε ἡμίθεον μᾶλλον ἢ οὐ δαίμονα κατὰ τὸν Πίνδαρον ὑπολαμβάνει ἑαυτόν, ὑπὲρ τοὺς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀξιῶν βαίνειν. 265 Β. = Β4 281. Philo, de Providentia, 11. p. 120 (Auger.), Pro honore itaque, ut dixit olim Pindarus, silentium laetabundus suscipiam. 266 see B1 p. 477. Io. Siceliota, Rhet. Gr. vi. p. 395, πέντε τάξεις γλυκύτητος ἐννοιῶν, ἐν αἷς κατὰ Πίνδαρον οἷς χαίρει τις, τούτοις καὶ τιμώμενος ἥδεται. Liban. Epist. xxxiv., ὁ μὲν Πίνδαρος πού φησι μήλων τε χρυσῶν εἶναι φύλαξ, τὰ δὲ εἶναι Μουσῶν, καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν. 274. [234.]= B1 289. Stob. Flor. cxi. 12, Πίνδαρος εἶπε τὰς ἐλπίδας εἶναι ἐγρηγορότων ἐνύπνια. EPIGRAMΜΜΑ. Χαῖρε δὶς ἡβήσας καὶ δὶς τάφου ἀντιβολήσας, 265 A Cf. O. 5. 24, I. 4. 14. ȧBoari, meaning, N. 8. 9 ἀγλαΐα, ἀγλαὸς, GREEK INDEX. of victories in games, N. 1. 13, 3. 69, 9. 31, 11. ȧyλata, 'fame' or 'song,' N. 1. 13 άov, peculiar use of aor. part. N. aidus, N. 9. 33 (aidŵ for aiel, O. 13. airus, 'sheer' (metaph.), F. 213. 2. αἶσα, 'assignment,' 'direction,' αἰχμὰ for ἀκμὰ in mss. N. 5. 54, 10. alov, 'fate,' N. 2. 8; I. 3. 18, 7. 14 - fem. N. 9. 44 ἀκμὰ, Ν. 3. 39; Ι. 3. 69 aкρov, 'first prize,' N. 1. 11, 6. 24 άλλà, resumptive, O. 4. 6, 6. 22, 8. ἀλλὰ γὰρ, Ι. 3. 34, 6. 16 ȧupì, with acc. P. 2. 15, 8. 69; N. with dat. N. 1. 29, 2. 17 (cf. av, absence of, I. 7. 35 apuòs, 'counting,' N. 2. 23 'right number' (of years), F. appηктоv, 'stalwart,' I. 5. 47 -as -avros, fem. I. 5. 73 avròs, 'exact,' of space and time, awros, metaphor to the superlative, βασιλέα = βασίλεια, Ν. 1. 39 Βοιωτίαν ΰν, F. 60 |